- συγκληρία
- ἡ, Α [σύγκληρος]σύναψη δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σχέση, ομοιότητα («ὡς γέγραπται οὕτως αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων ἦσαν», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκληρίᾳ — συγκληρίᾱͅ , συγκληρία connexions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκληρίαι — συγκληρίᾱͅ , συγκληρία connexions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκληρίαι — συγκληρίᾱͅ , συγκληρία connexions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκληρίαν — συγκληρίᾱν , συγκληρία connexions fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)